διατρανώνω

διατρανώνω
διατράνωσα, διατρανώθηκα, εκφράζομαι δημόσια, με πολύ έντονο τρόπο: Ο δήμαρχος διατράνωσε στην ομιλία του το θαυμασμό του για το νέο ποιητή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διατρανώνω — διατρανώνω, διατράνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα …   Dictionary of Greek

  • αδιατράνωτος — η, ο (AM ἀδιατράνωτος, ον) [διατρανῶ, διατρανώνω] νεοελλ. αυτός που δεν διατρανώθηκε, δεν διακηρύχθηκε (αρχ., μσν.) ασαφής, ακατανόητος, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”